Αφρικανός

Αφρικανός
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιούλιος. Λατίνος ρήτορας του 1ου αι. μ.Χ. 2. Ο Σέξτος. Φιλόσοφος αφρικανικής καταγωγής, που ζούσε στη Ρώμη τους αυτοκρατορικούς χρόνους. 3. Σέξτος Ιούλιος (περ. 160–περ. 240 μ.Χ.). Ιστορικός των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έγραψε διάφορα έργα στα ελληνικά, με κυριότερο το Χρονογραφίαι (5 βιβλία), μια συγχρονική παρουσίαση της εκκλησιαστικής και της κοσμικής ιστορίας από τη δημιουργία του κόσμου έως το 217. 4. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με τους Πούπλιο, Τερέντιο, Σαβίνο και άλλους μάρτυρες. Η μνήμη τους τιμάται στις 13 Μαρτίου.
* * *
-ή, -ό και Αφρικάνος, -α, -νικο
1. ως κύριο όν. ο κάτοικος της Αφρικής
2. αυτός που προέρχεται από την Αφρική
3. αυτός που αναφέρεται στην Αφρική, αφρικανικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀφρικανός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αφρικανός — ο θηλ. ή και Αφρικάνος, ο θηλ. άνα και ανίδα ο κάτοικος της Αφρικής ή εκείνος που προέρχεται απ’ αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκιπίων Αφρικανός Πόπλιος Κορνήλιος — (Publius Cornelius Scipio Africanus) (235 183 π.Χ.). Το 211 στάλθηκε στην Ισπανία για ν’ αντικαταστήσει τον πατέρα του και το θείο του που είχαν σκοτωθεί, και κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να την αποσπάσει από την καρχηδονιακή επιρροή. Το 205 π.Χ …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος ο Αφρικανός — (Καρθαγένη 1020; – 1087). Βυζαντινός γιατρός και αραβιστής. Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια περιόδευσε στην Ανατολή, όπου μελέτησε τις τοπικές γλώσσες και κυρίως την αραβική. Όταν γύρισε στην πατρίδα του κατηγορήθηκε ως μάγος και αναγκάστηκε να …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀφρικανοῦ — Ἀφρικανός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφρικανούς — Ἀφρικανός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφρικανῶν — Ἀφρικανός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφρικανῷ — Ἀφρικανός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφρικανόν — Ἀφρικανός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”